- Πισαίᾳ
- Πισαίᾱͅ , Πισαῖοςthe people of Pisafem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πισαίας — Πισαίᾱς , Πισαῖος the people of Pisa fem acc pl Πισαίᾱς , Πισαῖος the people of Pisa fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πισαίαν — Πισαίᾱν , Πισαῖος the people of Pisa fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισαίος — αία, ον, Α [Πίσα] 1. (ιδίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πισαῑοι οι κάτοικοι τής Πίσας 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Πισαία η γη τής Πίσας … Dictionary of Greek